- ανοιχτοχέρης
- -α, -ικογεναιόδωρος, απλόχερης, κουβαρντάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανοιχτοχέρης, -α — ικο επίρρ. α γενναιόδωρος, σπάταλος: Ξέρω πόσο ανοιχτοχέρης είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
απλοχέρης — α, ικο κ. απλόχερος, η, ο 1. ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος 2. αυτός που ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τα οικονομικά του, σπάταλος 3. αυτός που απλώνει χέρι στα ξένα πράγματα, ο κλέφτης … Dictionary of Greek
γαλαντόμος — α, ικο 1. περιποιητικός, προσηνής 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) galantomo «γενναιόδωρος, γενναιόφρονος» (πρβλ. γαλλ. galant homme, ιταλ. galantuomo)] … Dictionary of Greek
γενναιόδωρος — η, ο αυτός που παρέχει άφθονα δώρα, ανοιχτοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + δωρος < δώρο(ν) (πρβλ. άδωρος, πολύδωρος)] … Dictionary of Greek
ελευθερόψυχος — ἐλευθερόψυχος, ον (Μ) 1. γενναιόψυχος 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης … Dictionary of Greek
καλοχέρης — ο, θηλ. καλοχέρα ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης, απλο χέρης] … Dictionary of Greek
κουβαρντάς — και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο 1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος 2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda] … Dictionary of Greek
κουβαρντόπαιδο — και κουβαρδόπαιδο και χουβαρντόπαιδο, το ανοιχτοχέρης, κουβαρντάς … Dictionary of Greek
πλουσιόχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α 1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονό χειρ, ομπνιό χειρ] … Dictionary of Greek